Συμπληρώθηκαν φέτος τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Ζαν-Πολ Σαρτρ (1905-1980). Ο θάνατος ενός σπουδαίου στοχαστή δεν τερματίζει τη συζήτηση και την πολεμική για το έργο του. Διαλέξαμε και παρουσιάζουμε δύο κείμενα που αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της πολεμικής. Ενα «κατηγορώ» εναντίον του Σαρτρ, που υπογράφεται από τον περουβιανό λογοτέχνη και συγγραφέα Μάριο Βάργκας Λιόσα, και μια θερμή συνηγορία υπέρ του γάλλου φιλοσόφου, που έγραψε ο ιταλός ιστορικός Αντζελο ντ’ Ορσι. Το πρώτο κείμενο δημοσιεύθηκε στην ισπανική εφημερίδα «El Pais» και το δεύτερο στην ιταλική «Liberazione».
ΜΑΡΙΟ ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙΟΣΑ
Η κακή συνείδηση ενός αστού
Αν εξαιρέσουμε το θέμα της αντίθεσής του στην αποικιοκρατία, στο οποία διατήρησε πάντοτε σταθερή θέση, σε όλα τα πράγματα που υπερασπίστηκε ή που επέκρινε ο Σαρτρ υπήρξε τυφλός, καθυστερημένος και μπερδεμένος. Σε τι του χρησίμευσε η λαμπρή ευφυΐα με την οποία ήταν προικισμένος, όταν, επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στην ΕΣΣΔ στα μέσα της δεκαετίας του ’50, στη χειρότερη περίοδο σε ότι αφορά τα γκουλάγκ, έφτασε να δηλώνει «Διαπίστωσα ότι στη Σοβιετική Ενωση η ελευθερία κριτικής είναι ολική»; Στην πολεμική του με τον Καμί έκανε κάτι χειρότερο: όχι μόνον αρνήθηκε την ύπαρξη των σταλινικών στρατοπέδων συγκέντρωσης για αληθινούς ή υποτιθέμενους διαφωνούντες, αλλά τα δικαιολόγησε στο όνομα της αταξικής κοινωνίας που οικοδομούνταν. Οι πολεμικές του με παλαιούς φίλους, όπως ο Μορίς Μερλό-Ποντί ή ο Ραϊμόν Αρόν, επειδή δεν δέχθηκαν να τον ακολουθήσουν στον ρόλο του συνοδοιπόρου των κομμουνιστών, που αυτός επέλεξε σε διάφορες περιόδους, είναι η απόδειξη ότι ο στεντόρειος ισχυρισμός του «κάθε αντικομμουνιστής είναι σκυλί» δεν ήταν μια στιγμιαία υπερβολή, αλλά βαθιά πεποίθηση. Φαίνεται απίθανο το ότι κάποιος ο οποίος δικαιολογούσε, στο δοκίμιό του για τον Φραντς Φανόν, την τρομοκρατία ως θεραπεία χάρη στην οποία ο αποικιοκρατούμενος ανακτά κυριαρχία και αξιοπρέπεια και ο οποίος, δηλώνοντας ότι είναι μαοϊκός, κάλυπτε με το κύρος του τη γενοκτονία που συντελούνταν στην Κίνα στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης, μπορεί να θεωρείται από πολλούς ηθική συνείδηση του καιρού του.
Ο Ραϊμόν Αρόν και ο Σαρτρ υπήρξαν φίλοι και σύντροφοι όταν ήταν νέοι. Μέχρι την έκρηξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου ακολούθησαν την ίδια διαδρομή. Μετά τη ναζιστική εισβολή, ο Αρόν ήταν ένας από τους πρώτους Γάλλους που πήγαν στο Λονδίνο για να ενωθούν με τον στρατηγό Ντε Γκολ, στον οποίο ωστόσο άσκησε αυστηρή κριτική για τις αυταρχικές του τάσεις όταν κυβερνούσε τη Γαλλία. Διαφορετικά από το έργο του Σαρτρ, που γέρασε όπως και οι πολιτικές του απόψεις, το έργο του Αρόν διατηρεί μια ρωμαλέα επικαιρότητα. Γιατί τότε η λάμψη του Σαρτρ συνεχίζει να μένει ανέπαφη και η μορφή του συνετού και πειστικού Αρόν φαίνεται να μην σαγηνεύει σχεδόν κανέναν;
Η εξήγηση σχετίζεται με ένα από τα χαρακτηριστικά που έχει αποκτήσει στις μέρες μας η κουλτούρα, καθώς έχει μολυνθεί από τη θεατρικότητα και έχει γίνει επιπόλαιη εξαιτίας της γειτνίασής της με τη δημοσιότητα και την πληροφόρηση. Ζούμε στον πολιτισμό του θεάματος και οι διανοούμενοι και οι συγγραφείς, που συνήθως θεωρούνται πιο δημοφιλείς, δεν είναι σχεδόν ποτέ εξαιτίας της πρωτοτυπίας των ιδεών και της ομορφιάς των δημιουργημάτων τους. Είναι κυρίως εξαιτίας της θεατρικής τους ικανότητας, του τρόπου με τον οποίο προβάλλουν και διαχειρίζονται τη δημόσια εικόνα τους, εξαιτίας της τάσης τους για επίδειξη, για όλη αυτή την πομπώδη και θορυβώδη διάσταση της δημόσιας ζωής, η οποία σήμερα έχει πάρει τη θέση της εξέγερσης (στην πραγματικότητα πίσω από αυτήν κρύβεται ο πιο απόλυτος κομφορμισμός) και από την οποία όλα τα μέσα μαζικής επικοινωνίας μπορούν να επωφελούνται, μετατρέποντας τους συγγραφείς, όπως και τους καλλιτέχνες και τους τραγουδιστές, σε θέαμα για τις μάζες.
Υπάρχει μια πλευρά της βιογραφίας του Σαρτρ που δεν έχει ποτέ αποσαφηνιστεί εντελώς. Υπήρξε αληθινά αντιστασιακός ενάντια στη ναζιστική κατοχή; Είναι σίγουρο ότι ανήκε σε μιαν από τις πολλές οργανώσεις διανοουμένων της Αντίστασης, αλλά προφανώς αυτή η ένταξη υπήρξε πολύ περισσότερο θεωρητική παρά πρακτική, δεδομένου ότι στη διάρκεια της κατοχής κατείχε πολλές θέσεις: υπήρξε καθηγητής, αντικαθιστώντας μάλιστα σε ένα λύκειο έναν εκπαιδευτικό που εκδιώχθηκε επειδή ήταν εβραίος, έγραψε και δημοσίευσε όλα τα βιβλία του και παρουσίασε τα θεατρικά του έργα, που εγκρίθηκαν από τη γερμανική λογοκρισία. Διαφορετικά από αντιστασιακούς όπως ο Καμί ή ο Μαλρό, που διακινδύνευσαν τη ζωή τους στα χρόνια του πολέμου, δεν φαίνεται ότι ο Σαρτρ διέτρεξε υπερβολικούς κινδύνους εξαιτίας της στράτευσής του. Μήπως ασυνείδητα ήθελε να σβήσει αυτό το άβολο παρελθόν με τις συμπεριφορές, τις όλο και πιο ακραίες, που υιοθέτησε μετά την Απελευθέρωση; Δεν είναι απίθανο. Ενα από τα επαναλαμβανόμενα θέματα της φιλοσοφίας του υπήρξε εκείνο της κακής συνείδησης η οποία, κατά τη γνώμη του, επηρεάζει τη ζωή του αστού, οδηγώντας συνεχώς τα μέλη αυτής της κοινωνικής τάξης να κρύβουν κάτω από ψεύτικες μάσκες την αληθινή τους προσωπικότητα. Ισως αυτό να αληθεύει και στην περίπτωσή του. Ισως ο απείθαρχος αναρχοκομμουνιστής, ο φλογερός «μαοϊκός», να ήταν μόνον ένας απελπισμένος αστός, που ήθελε να πολλαπλασιάζει τις «πόζες» του, έτσι ώστε κανείς να μη θυμηθεί την απάθεια και τη σύνεση που έδειξε απέναντι στους ναζιστές, όταν οι πατάτες ήταν αληθινά καυτές και η απόρριψη του συμβιβασμού δεν ήταν μια ρητορική ταχυδακτυλουργία, αλλά μια επιλογή ζωής ή θανάτου.*
ΑΝΤΖΕΛΟ ΝΤ’ ΟΡΣΙ
Πώς έλαμπε το άστρο του
Οταν πέθανε ο Σαρτρ -ήταν 15 Απριλίου 1980- θυμάμαι το θαυμασμό που ένιωθα για την ικανότητα αυτού του γέρου φιλοσόφου (γέρου για μας· στην πραγματικότητα πέθανε πριν συμπληρώσει τα 75 του χρόνια) να εκτίθεται σε κινδύνους, αμφισβητώντας τις συντεχνίες των διανοουμένων, τα ακαδημαϊκά περιβάλλοντα, τις πολιτικές δυνάμεις και τον ίδιο τον κοινό νου. Οταν, εν μέσω του επαναστατικού κύματος, από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 έως και τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’70, έφτασε να γίνει «μαρξιστής-λενινιστής», όταν πήγε να μιλήσει στους εργάτες της Ρενό, όταν εξέφραζε την αλληλεγγύη του προς όλους εκείνους που επιχειρούσαν, στα πανεπιστήμια και στα εργοστάσια, το δικό τους «άλμα στον ουρανό», όταν ξεστόμιζε σκληρά λόγια εναντίον των «ρεβιζιονιστών» των επίσημων κομμουνιστικών κομμάτων, δεχόταν ύβρεις και προσβολές ή στην καλύτερη περίπτωση, έντονο σαρκασμό. Ωστόσο, ήταν αυτές ακριβώς οι σαρτρικές «υπερβολές» που τον καθιστούσαν προσφιλή στους νεαρούς «αμφισβητίες» της δεκαετίας του ’70. Το ότι ένας τόσο σημαντικός φιλόσοφος, λογοτέχνης, κριτικός, σκεφτόταν όπως εμείς, μιλούσε όπως εμείς, έγραφε λόγια που έμοιαζαν να έχουν βγει από τα δικά μας μικρά έντυπα, μας ενθουσίαζε.
Ηδη τότε, στην εποχή της ευρείας συμμετοχής ανθρώπων των γραμμάτων και καλλιτεχνών στα πάθη της πολιτικής, η τάση προς το συμβιβασμό, η υποκρισία ήταν αρκετά παρούσες στη συλλογική φυσιογνωμία της ιταλικής διανόησης. Στη Γαλλία, αντίθετα, βλέπαμε έναν κόσμο στον οποίο οι στρατευμένοι διανοούμενοι ήταν τα σταθερά άστρα ενός εξαιρετικού στερεώματος. Και ο Ζαν-Πολ Σαρτρ ήταν το πιο φωτεινό από εκείνα τα άστρα. Οι συζητήσεις του, που συχνά κατέληγαν σε οξύτατες συγκρούσεις ακολουθούμενες από ανεπανόρθωτες ρήξεις, είχαν αφήσει εποχή: Αλμπέρ Καμί, Μορίς Μερλό-Ποντί, Ραϊμόν Αρόν, υπήρξαν ορισμένοι από τους φίλους με τους οποίους διέκοψε τις σχέσεις του, και εδώ στην Ιταλία ορισμένοι συμπαρατάσσονταν με εκείνους και άλλοι αντίθετα μαζί του, μαζί με τον Δον Κιχώτη του 20ού αιώνα.
Λίγοι τον είχαν αληθινά διαβάσει, ιδίως εκείνα τα φιλοσοφικά έργα που προκαλούσαν έναν ορισμένο φόβο: η «Κριτική του διαλεκτικού λόγου» (1960) τοποθετούνταν μεταξύ των κλασικών έργων της σύγχρονης σκέψης, πλάι στο «Ιστορία και ταξική συνείδηση» και την «Καταστροφή του λόγου» του Λούκατς και στα «Τετράδια της φυλακής» του Γκράμσι, έργα κατά βάση μαρξιστικά, αλλά με τον τρόπο τους ετερόδοξα. Ηταν όμως μαρξιστής ο Σαρτρ; Αυτό ένα από τα μεγάλα ερωτήματα που θέταμε τότε. Ενας μαρξισμός «ιδιαίτερος», ήταν η απάντηση που δίναμε, σχεδόν αμήχανοι από τη διαδρομή της περιπλάνησης του στοχαστή, του λογοτέχνη, του δραματουργού και του στρατευμένου διανοούμενου. Για μας ήταν ένας μαρξισμός κριτικός, αιρετικός, ουμανιστικός. Γι’ αυτό μας σαγήνευε. Αλλά ο Σαρτρ για τη «γενιά του ’68» ήταν η διασταύρωση μαρξισμού και υπαρξισμού, ήταν η Γαλλία που ξεκαθάριζε τους λογαριασμούς της με τη δική της αποικιοκρατία, ήταν ο γενναιόδωρος εναγκαλισμός που οι γέροι πρόσφεραν στους νέους· οι λίγοι γέροι που ήταν έτοιμοι να διακινδυνεύσουν θυσιάζοντας κάτι από το στάτους τους, για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους με τους νέους, οι οποίοι, υπό την επίδραση κυρίως των κριτικών αναλύσεων της Σχολής της Φραγκφούρτης, αντιτάσσονταν στην αμερικανική αυτοκρατορία και στον αμερικανικό τρόπο ζωής ως μοναδικό πολιτισμικό και υπαρξιακό μοντέλο.
Ο Σαρτ ήταν η ένωση αισθητικής και στράτευσης, σκέψης και δράσης, αντιιμπεριαλισμύ και αμφισβήτησης της κοινωνίας της αφθονίας. Τα λογοτεχνικά του έργα μάς είχαν βοηθήσει να ανακαλύψουμε το πώς ένας φιλόσοφος μπορούσε να είναι και ένας συναρπαστικός συγγραφέας και το πώς ένας συγγραφέας μπορούσε να εκφράζει φιλοσοφικά και πολιτικά περιεχόμενα. Εξάλλου, τότε, στα καλλιτεχνικά, λογοτεχνικά, θεατρικά, κινηματογραφικά, μουσικά, εικαστικά έργα αναζητούσαμε πάντοτε το «μήνυμα». «Ποιο είναι το μήνυμα;» αναρωτιόταν ο στρατευμένος κριτικός και οι αισθητικές μας κρίσεις δεν μορούσαν να παρακάμψουν τις πολιτικές μας κρίσεις. Και ο Σαρτρ φαινόταν να συνδέει και τα δύο αυτά πεδία με θαυμαστό τρόπο. Ετσι όπως του άρεσε να συμπαρατάσσεται πάντα καθαρά και πάντα στο πλάι των κατώτερων τάξεων, των καταπιεζόμενων, των περιθωριοποιημένων, ακόμα και με εκείνη την αδιαλλαξία, εκείνη την έλλειψη των μεσοβέζικων στάσεων, εκείνη τη δυσανεξία του για το συμβιβασμό, που συναντιόταν με τη δική μας σφοδρή επιθυμία να αλλάξουμε επαναστατικά την κουλτούρα. Και εκείνος ο καταπονημένος φιλόσοφος που μετείχε στη συγκέντρωση της Μπιγιανκούρ, στην είσοδο του εργοστασίου της Ρενό, υπήρξε για μας μια αξέχαστη εικόνα.
Αν ο Σαρτρ που μας άρεσε περισσότερο ήταν εκείνος του θεάτρου, που συνδύαζε Μπρεχτ και Κίρκεγκορ, λενινισμό και ουμανισμό, ο πιο επαναστατικός Σαρτρ υπήρξε για μας ίσως εκείνος του προλόγου στο δοκίμιο του Φραντς Φανόν «Της γης οι κολασμένοι», που εκδόθηκε το 1961. Σε εκείνες τις εμπρηστικές σελίδες, ο Σαρτρ υπέγραφε το πιο απίστευτο εγκώμιο της εξέγερσης εναντίον του λευκού ανθρώπου («στην Αφρική ο μοναδικός καλός λευκός είναι ο νεκρός λευκός»), που μετατράπηκε σε κατηγορηρτήριο από μέρους πολλών, ακόμα και στις γραμμές της αριστεράς, εναντίον των «υπερβολών» αυτού του αγωνιστή συντρόφου. Υπήρξε, ωστόσο, πάντοτε, παρά τις προκλήσεις και τους εξτρεμισμούς, η δεσπόζουσα προσωπικότητα της γαλλικής κουλτούρας. Και πλάι στο alter ego του, τον Αρόν (ο οποίος δεν έφτασε ποτέ ούτε το ένα δέκατο της δημοφιλίας του Σαρτρ), υπήρξε ο γκουρού της στρατευμένης διανόησης για τρεις τουλάχιστον δεκαετίες.*
Πηγή: Ελευθεροτυπία, Κυριακή 11 Ιουλίου 2010{jcomments on}
Comments are closed