ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ Χατζημωυσιάδης Παναγιώτης
Δημοσίευση: 21 Απριλίου 2017 19:00
Η απλή καθαρεύουσα της χούντας είναι ένα γλωσσικό υβρίδιο. Βλοσυρή, αγέλαστη, άκαμπτη, μισαλλόδοξη, διατακτική και σε κάθε περίπτωση μουμιοποιημένη. Μια κατασκευασμένη, ανύπαρκτη γλώσσα, που ελλείψει σταθερού σημείου αναφοράς νιώθει την ανάγκη να επικαλείται τη νομοθεσία ως γλωσσικό παράδειγμά της
Ποιο ρόλο έπαιξε η δικτατορία στην εξέλιξη των γλωσσικών πραγμάτων; Ποια θέση πήρε στο χρονίζον γλωσσικό ζήτημα; Ποιες εκπαιδευτικές πολιτικές εφάρμοσε στη γλωσσική διδασκαλία;
Όσο φιλολογίζοντα κι αν ηχούν τα ερωτήματα αυτά, έχουν πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Το γλωσσικό πρόβλημα στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ αμιγώς γλωσσικό, αλλά πρωτίστως πολιτικό και ιδεολογικό, με την έννοια ότι τέθηκε στο κέντρο των εθνικών και ιστορικών αφηγήσεων όπως αυτές διαμορφώνονταν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα κάτω από την επίδραση ανταγωνιστικών πολιτικών και ιδεολογικών δυνάμεων. Στη διάρκεια της χούντας, έχουμε μια ετεροχρονισμένη και εκβιαστική επαναφορά του ίδιου θέματος, αν και στο μεταξύ τα γλωσσικά πάθη έχουν αρχίσει να κατασιγάζουν, η κοινωνία δείχνει πλέον άφοβα την προτίμησή της στην καθομιλούμενη, η λογοτεχνία έχει δηλώσει από δεκαετίες τη θέση της και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964 δρομολογεί τη λύση του προβλήματος με την καθιέρωση της δημοτικής ως αποκλειστικής γλώσσας στο Δημοτικό σχολείο και ως ισότιμης προς την καθαρεύουσα στις άλλες βαθμίδες.
Ανάμεσα στα πρώτα μέτρα που η χούντα ανακοίνωσε είναι το ξεθεμελίωμα αυτής ακριβώς της μεταρρύθμισης. Με το Σύνταγμα του 1968 ως επίσημη γλώσσα του κράτους αναγνωρίζεται η καθαρεύουσα. Η ίδια η γλώσσα του Συντάγματος και της νομοθεσίας προτείνεται σαν γλωσσικό υπόδειγμά της (άρθρο 6). Στη Δ΄, Ε΄ και ΣΤ΄ τάξη του Δημοτικού διδάσκεται η απλή καθαρεύουσα, στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου συνδιδάσκεται με την αττική διάλεκτο και στις τρεις ανώτερες τάξεις συνεχίζεται η εμβάθυνση στην αρχαία γλώσσα.
Ξεκάθαρη η πρόθεση τούτης της διαβάθμισης. Η όποια υποχώρηση στην καθομιλούμενη κατά τις πρώτες τάξεις γίνεται μόνο για λόγους συνεννόησης, έστω και αν κάτι τέτοιο αποτελεί έμμεση παραδοχή της νίκης που στο μεταξύ έχει καταγάγει η δημοτική στο κοινωνικό σώμα. Η δε γλωσσική διδασκαλία έχει ως κύριο σκοπό την αυξανόμενη αποξένωση του χρήστη από τη μητρική εκδοχή της γλώσσας, ώστε με όχημα την απλή καθαρεύουσα να οδηγηθεί στον τελικό προορισμό της αττικής διαλέκτου. Εν ολίγοις, σκοπός, κριτήριο και δικαίωση της γλωσσικής παιδείας είναι η άριστη χρήση της αρχαίας γλώσσας.
Απόλυτη γλωσσική σύγχυση
Και κάπου εκεί, ανάμεσα δηλαδή στο ψάρι που μεταμορφώνεται σε οψάριον για να καταλήξει στον ιχθύν, λανθάνει κάτω από τη μαγκούρα του δασκάλου ή τον Προκρούστη της επιτροπής λογοκρισίας η απόλυτη γλωσσική σύγχυση. Των παιδιών που άλλα ακούνε στο σπίτι και άλλα διδάσκονται στο σχολείο, των ενηλίκων που αλλιώς συνομιλούν στο χωράφι και αλλιώς επικοινωνούν με τη διοίκηση και των ηλικιωμένων που με άλλη γλώσσα απευθύνονται στον ιερέα όταν τον βλέπουν στον δρόμο και με άλλη γλώσσα τον ακούνε να εκφωνεί το κυριακάτικο κήρυγμα όταν πηγαίνουν στην εκκλησία. Μια απίστευτη δηλαδή γλωσσική ακαταστασία, ορατά αποτυπωμένη σε μαθητικά κείμενα, διοικητικά έγγραφα, κοινοβουλευτικές ομιλίες, που θα προσέφερε στους άοκνους θηρευτές γλωσσικών μαργαριταριών πεδίον δόξης λαμπρόν, αλλά ο ίδιος δεν έχω την πρόθεση να μπω στην εντυπωσιοθηρική αυτή λογική. Αρκούμαι στη διαπίστωση πως ό,τι φανερώνει το ξεφύλλισμα ενός τυχαίου δείγματος μαθητικών γραπτών από την εποχή της χούντας είναι ότι οι κρίσεις που με ευκολία διασκορπίζονται δεξιά και αριστερά για τη σημερινή κρίση της γλώσσας ή για τη σημερινή κακοποίησή της από τη νέα γενιά δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα.
Η απλή καθαρεύουσα της χούντας είναι ένα γλωσσικό υβρίδιο. Βλοσυρή, αγέλαστη, άκαμπτη, μισαλλόδοξη, διατακτική και σε κάθε περίπτωση μουμιοποιημένη. Μια κατασκευασμένη, ανύπαρκτη γλώσσα, που ελλείψει σταθερού σημείου αναφοράς νιώθει την ανάγκη να επικαλείται τη νομοθεσία ως γλωσσικό παράδειγμά της. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι η μία και μόνη προσπάθεια για τη θεωρητική στήριξή της που έγινε μέσα από το εγχειρίδιο «Εθνική Γλώσσα» (1972) του Αρχηγείου Ένοπλων Δυνάμεων διεκδικεί δάφνες απόλυτης και καταφανούς αντιεπιστημονικότητας, σε βαθμό που να αντιμετωπίζεται σαν λιβελογράφημα. Η επταετής λοιπόν καθιέρωση τούτης της γλώσσας, πέρα από το διχαστικό πολιτικό – ιδεολογικό βάρος που κουβαλάει, στηρίζεται στην περιφρόνηση της γλωσσικής κοινότητας, την άρνηση της γλωσσικής εξέλιξης και τη συνομωσιολογική αντιμετώπιση οποιασδήποτε αλλαγής της.
Αναπόφευκτα, η προσπάθεια που καταβλήθηκε αποδείχτηκε μετέωρο βήμα στο κενό, δίχως καμιά συνέχεια, ελπίδα και προοπτική. Όσα μέτρα κι αν λάμβανε η χούντα για να χειραγωγήσει τη γλωσσική εξέλιξη, η λύση του γλωσσικού προβλήματος είχε δοθεί δεκαετίες, για να μην πω αιώνες, πριν από την ίδια τη γλωσσική κοινότητα. Και όταν πλέον το αδιέξοδο αυτής της πολιτικής άρχισε να γίνεται αντιληπτό, βλέπουμε κάποια δειλά βήματα από την πλευρά τού τότε υπουργείου Παιδείας για τη χαλάρωση του κλίματος. Το νομοθετικό διάταγμα 651 (1970) επεκτείνει τη διδασκαλία της δημοτικής σε ακόμη μία τάξη του Δημοτικού και λίγο αργότερα η χουντική Επιτροπή Παιδείας προτείνει την καθιέρωση της μητρικής σαν κύριας για τη βασική εκπαίδευση, χωρίς βέβαια και πάλι να σημειώνεται κάποια σοβαρή μεταστροφή. Η δικτατορία παρέμεινε μέχρι το τέλος στις ίδιες γλωσσικές της αγκυλώσεις, σε πείσμα των ιδεολογικών, πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων που την έθεταν εκεί που πραγματικά ανήκε, στο περιθώριο της Ιστορίας.
Κλείνω. Η καθιέρωση της κοινής νεοελληνικής είναι πριν από όλα μια περήφανη νίκη του λαού, κάποιων φωτισμένων διανοουμένων και της Αριστεράς, που από την αρχή την υπερασπίστηκε. Η επταετής χούντα υπήρξε ένα κακό σπυρί στη γλωσσική μνήμη του τόπου. Με το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» δεν ορίζονται τα γλωσσικά πράγματα. Κι αν στη γλώσσα κάποιων αμετανόητων ή πεπλανημένων έρχεται ο μονότονα επαναλαμβανόμενος αντίλογος «ναι, αλλά έχτιζαν λιμάνια, γέφυρες και δρόμους», λέω με μια διάθεση γλωσσική διόρθωσης ότι και λιμένας και γέφυρας και δρόμους μπορεί να έκτιζον, αν έκτιζον, όπως έκτιζον. Τη γλώσσα όμως τη βάλτωσαν. Τον πολιτισμό τον νέκρωσαν. Ούτε καν αυτή την πολυδιαφημισμένη οικονομία δεν ανέπτυξαν. Τα δε χέρια τους δεν ήταν καθόλου καθαρά. Αλλά αυτά τα θέματα απομακρύνονται από τον πυρήνα τούτου του σύντομου κειμένου.
(Source: Η Αυγή, Παναγιώτης Χατζημωϋσιάδης, φιλόλογος και πεζογράφος)
Comments are closed