Η απερίφραστη δήλωση του μεγάλου δασκάλου Εμμανουήλ Κριαρά στον νέο πρωθυπουργό της χώρας ότι θεωρεί καταστροφική τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στις τρεις τάξεις του Γυμνασίου, επειδή στην πραγματικότητα υπονομεύει την ευρύτερη και βαθύτερη άσκηση της μητρικής γλώσσας, προκάλεσε ήδη έντονες, έντυπες και ηλεκτρονικές, αντιδράσεις. Τα σχόλια που ακούγονται και γράφονται (περισσεύουν τα αντιρρητικά έναντι των υπερασπιστικών) είναι γνωστά, συγχέοντας σκόπιμα δύο ριζικούς όρους: τη γνώση και τη γλώσσα. Θα επιμείνω:
Προφανώς δεν πρόκειται για ισόβαρους και ισότιμους όρους. Στον βαθμό πάντως που η γνώση θεωρείται περιέχουσα κατηγορία και η γλώσσα περιεχόμενη, αξίζει να ξανασκεφτούμε τι συνεπάγεται αυτή η διαφορά επαγωγής και υπαγωγής. Η εύλογη καταρχήν υπόθεση ότι η γνώση παράγει γλώσσα αλλά και η γλώσσα γνώση, δεν εξισώνει αυτομάτως τους δύο όρους ούτε ποσοτικά ούτε ποιοτικά. Ακριβώς επειδή σημαντικά και μεγάλα μερίδια γνώσης αναφέρονται σε αντικείμενα που δεν κυριαρχούνται κατά βάση από τη γλώσσα. Τούτο ισχύει όχι μόνον για το σύνολο σχεδόν του φυσικού μακρόκοσμου και μικρόκοσμου αλλά και για σημαντικές ανθρώπινες επιδόσεις, όπως λ.χ. είναι οι εικαστικές τέχνες. Εξάλλου και σε επίπεδο διαλογικής έκφρασης και επικοινωνίας λανθάνουν συνήθως σημαντικά αποθέματα αμίλητης σιωπής. Από την άποψη αυτή η γνώση υπερτερεί ως προς το εύρος έναντι της γλώσσας, εφόσον μάλιστα οριστεί ως έμφυτη όρεξη του ειδέναι, για να θυμηθούμε τον Αριστοτέλη.
Οι προηγούμενες, γενικόλογες κατ΄ ανάγκην, προτάσεις κρίθηκαν απαραίτητες, κυρίως για τα πρακτικά τους παρεπόμενα, όπου ανήκει και το συγκεκριμένο θέμα που έθεσε με άμεσο τρόπο ο ακαταπόνητος δάσκαλος, επιμένοντας στην αναβολή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας από τις τρεις τάξεις του γυμνασίου προς όφελος της νέας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας. Τα παρεπόμενα ωστόσο αυτά εμφανίζονται καθαρότερα, μόλις οι βασικοί όροι της γνώσης και της γλώσσας αναχθούν και μοιραστούν σε δύο ομόλογα σύνθετα ζεύγη. Το ένα ζεύγος είναι εξ ορισμού αρχαιολογικό, το άλλο σύγχρονο· στο πρώτο αντικρίζονται οι όροι αρχαιογνωσία και αρχαιογλωσσία, στο δεύτερο οι όροι νεογνωσία και νεογλωσσία.
Ελπίζω οι νεολογισμοί να μην θεωρηθούν αδόκιμοι. Βολεύουν πάντως και βολεύονται στην επίμαχη συζήτησή μας, στον βαθμό που εμπεριέχουν, διακρίνουν και συγκρίνουν τους δύο όρους του ριζικού ζεύγους για το οποίο έγινε προηγουμένως λόγος: τη γνώση και τη γλώσσα. Το τετραδικό αυτό σύστημα (που μπορεί να παρασταθεί είτε ως αριθμητική αναλογία είτε ως γεωμετρικό τετράπλευρο) ευνοεί τον νηφάλιο έλεγχο οποιασδήποτε, σχετικής με το θέμα μας, επιχειρηματολογίας, προπάντων των παραλλαγών εκείνων που σκόπιμα το παραμορφώνουν. Η παραμόρφωση ελέγχεται, τόσο στο εσωτερικό του ενός και του άλλου ζεύγους όσο και στην εξωτερική τους συμπαράταξη. Συγκεκριμένα:
Στην πρώτη περίπτωση οι όροι της αρχαιογνωσίας και της νεογνωσίας υποβαθμίζονται ή και παραμερίζονται, προκειμένου να αναδειχθούν οι όροι της αρχαιογλωσσίας και της νεογλωσσίας. Τούτο σημαίνει ότι ο συντελεστής της γλώσσας αυθαίρετα αυτονομείται και αποσυνδέεται από τον συντελεστή της ομόλογης γνώσης, σάμπως στη συγκεκριμένη περίπτωση η γλώσσα να ταυτίζεται εξ ολοκλήρου με την περικείμενη γνώση, η οποία θεωρείται εφεξής αποκλειστικό προϊόν της. Σύμφωνα με τον παραμορφωτικό αυτόν εκβιασμό, η στάθμη της γνώσης εμφανίζεται εξαρτημένη απόλυτα από τη στάθμη της γλώσσας. Αυτά ως προς την εσωτερική παραμόρφωση. Κρισιμότερη όμως είναι η εξωτερική παραμόρφωση, με την οποία επιβαρύνονται στη σχολική πράξη τα δύο ακέραια ζεύγη. Εδώ υποτιμάται συνολικά πια το σύγχρονο ζεύγος σε σύγκριση προς το αρχαιολογικό, που του αποδίδεται απόλυτη και ανυπέρβλητη τιμή, με αποκλειστικό μάλιστα κριτήριο την ασυναγώνιστη γλώσσα του. Με την οποία συγκρινόμενη η γλώσσα της νεογνωσίας, αποκαλύπτει δήθεν δυσαναπλήρωτα κενά και κατάφωρα ελλείμματα, οφειλόμενα σε ενδιάμεσες δυσμενείς ιστορικές συγκυρίες, οι οποίες μετέβαλαν, υποτίθεται, την αξιοθαύμαστη ευπορία της αρχαίας ελληνικής σε αύξουσα πενία της νεοελληνικής, εντοπισμένη προπάντων στον νεαρό μαθητικό πληθυσμό. Για να αναστυλώσει, εν μέρει έστω, την έκπτωσή της αυτή η νεοελληνική γλώσσα, ζητείται επειγόντως η αρωγή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, που καλείται να προσφέρει υποδειγματικά μερίδια του πλούτου της.
Βάσει αυτού του, ανιστόρητου και αγλωσσολόγητου, συλλογισμού, η συμπαθέστατη κυρία Γιαννάκου ενέδωσε σε γλωσσαμυντορικές πιέσεις και προσαύξησε από δύο σε τρεις τις εβδομαδιαίες ώρες για τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και στις τρεις τάξεις του Γυμνασίου. Συνεχίζεται. {jcomments on}
Comments are closed