Skip to content

Γλωσσικός φετιχισμός, Ελευθεροτυπία 14/11/2009

Η σημαντικότητα και μάλιστα η οικουμενικότητα του θέματος «γλώσσα» έγκειται στην άρρηκτη διασύνδεσή της με τις βασικές συνιστώσες της ανθρώπινης ύπαρξης: την αίσθηση, τη σκέψη και την πράξη.

Η ιδιοτυπία και η υπεροχή τής -φυσικής- γλώσσας απέναντι στα άλλα «μέσα επικοινωνίας», και αυτά προϊόντα της ανθρώπινης δημιουργικότητας, έγκειται στο γεγονός ότι η γλώσσα είναι συστατικό στοιχείο της ίδιας της βιολογικής ύπαρξης του ανθρώπου (φωνητικά όργανα, εγκέφαλος) και αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρωπογένεσης, της μακράς εξέλιξης από τον homo erectus στον homo sapiens -και είναι αυτή η ιδιότητά της, η «βιολογική» της ρίζα, που δημιουργεί σε κάθε ατομικό φορέα της την ψευδαίσθηση ότι είναι και ο ίδιος αρμόδιος ν’ αποφανθεί γι’ αυτήν, όπως και για τη σωματικότητα και την ψυχικότητά του, ανεξάρτητα από την αντικειμενική, επιστημονική, γνώση και αυτού του γνωστικού αντικειμένου.

Η γλώσσα δεν υπάρχει «αυτή καθ’ εαυτήν»· την αποδέσμευση της γλώσσας από τις ιστορικοκοινωνικές της προϋποθέσεις, την ανθρώπινη σκέψη και πράξη -με την πρώτη ασχολείται η σημασιολογία, με τη δεύτερη η πραγματολογία-, θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «γλωσσικό φετιχισμό»: Οποιος κατέχει τη λέξη, νομίζει ότι κατέχει και το «αντικείμενο», όπως ο φετιχιστής φαντασιώνεται ότι κατέχει το θηλυκό αντικείμενο του πόθου του, όταν κατέχει τη γόβα ή ένα εσώρουχό του.

Η διαμάχη για τον «αξεπέραστο πλούτο» της ελληνικής γλώσσας, που απασχόλησε τις εφημερίδες επί μήνες, ξεκίνησε από το ιδεολογικό πυροτέχνημα, που εκσφενδόνισε ένας πολιτικός μηχανικός (Αντ. Κουνάδης), με την ασυδοσία που του εξασφαλίζει η κελεμπία του ακαδημαϊκού (31.3.2009), ότι «η ελληνική γλώσσα θεωρείται ως η πλουσιότερη γλώσσα του κόσμου» («Ελευθεροτυπία», 1.6.2009, σ. 54: Οι αναγνώστες γράφουν: Η ελληνική γλώσσα).

Για να στηρίξουν έπειτα το γλωσσικό αυτό ιδεολόγημά τους οι άσχετοι από την επιστήμη της γλωσσολογίας θιασώτες του, επικαλέστηκαν μετρήσεις του λεξιλογίου της αρχαίας -και μεσαιωνικής- ελληνικής γλώσσας, που φτάνουν στον αριθμό των 50, 90 ή 105 εκατομμυρίων «λέξεων» («Ελευθεροτυπία», 19.8.2009, σ. 38: Οι αναγνώστες γράφουν: Λάτρεις και πολέμιοι της Ελληνικής).

Οπως όμως σωστά παρατηρήθηκε (Ε. Παναγιωτίδης: «Καθημερινή», 14.6.2009, σ. 10), οι μετρήσεις αυτές οφείλονται σε σύγχυση της έννοιας «λέξη», όπως αυτή καταγράφεται, αλφαβητικά, στο αντίστοιχο λήμμα ενός λεξικού, με τα «δείγματα», τις αναφορές της ίδιας λέξης στους διαφορετικούς τύπους της σε όλα τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής -ή άλλης- γλώσσας, όπως αυτοί καταγράφονται π.χ. στο Thesaurus Linguae Grecae.

Είναι φανερό ότι και αυτή η σύγχυση οφείλεται στην άγνοια του γνωστικού-επιστημονικού αντικειμένου «γλώσσα», στην απομόνωση της λέξης και του λεξιλογίου από τη γλωσσική και, προπαντός, από την εξωγλωσσική πραγματικότητα. Αυτός ο «γλωσσικός φετιχισμός» οδηγεί σε μιαν ιδεολογικοποίηση της γλώσσας στην περίπτωση αυτή, στο εθνικό ιδεολόγημα: «το μεγαλείο της ελληνικής φυλής»!

Ο αριθμός των λέξεων μιας γλώσσας, και μάλιστα διαχρονικά, στη διάρκεια 3.000 χρόνων, δεν παίζει κανένα ρόλο και δεν έχει καμία σημασία. Κανένας, ούτε καν ο ικανότερος χρήστης της, ο μεγαλύτερος συγγραφέας, ούτε ο ειδικός επιστήμονας, ο γλωσσολόγος ή φιλόλογος, δεν κατέχει όλον το λεξικολογικό «πλούτο» μιας γλώσσας· γνωρίζει και χρησιμοποιεί σε όλη τη ζωή και σε όλο το έργο του ένα ελάχιστο κλάσμα του αποθησαυρισμένου στα λεξικά λεξιλογίου της. Ετσι π.χ., ο σημαντικότερος Ελληνας ποιητής, ο Σολωμός, δεν χρησιμοποίησε σ’ ολόκληρο το ελληνόγλωσσο έργο του κατά τη διάρκεια 35 περίπου χρόνων (1818-1854) παρά «μόνο» 4.800 λέξεις, συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών και ξένων ονομάτων (η μέτρηση, κατά προσέγγιση, στηρίχτηκε στο «Λεξικό Σολωμού», 1983).

Και σ’ αυτήν την περίπτωση, όπως και στην περίπτωση του κοινού γλωσσικού χρήστη, σημασία δεν έχουν οι λέξεις, ούτε καν η γλώσσα «αυτή καθ’ εαυτήν», αλλ’ αυτό που εννοεί και, προπαντός, αυτό που πράττει ο χρήστης της. * {jcomments on}

Πηγή: Ελευθεροτυπία, 14 Νοέμβρη 2009