greek_langΤο γεφύρι της γλώσσας

Παντελής Μπουκάλας,

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ε​​πειδή όσα λένε οι ελληνοκόποι κολακεύουν αγρίως το φάντασμα του «μέσου Ελληνα», που θέλει ευγενή την καταγωγή του, περιούσια τη φυλή του και αυτονόητη την υπεροχή του, οι πιστοί τους υπερτερούν σε αριθμό και σε φανατισμό. Και σε σάιτ ή μπλογκ. Ετσι εξηγείται η απίστευτη αντοχή των πιο εξωφρενικών γλωσσικών δοξασιών και η ήττα της γλωσσολογικής επιστήμης, στη σφαίρα της δημοσιότητας. Το ίδιο συμβαίνει με την ιστοριογραφική επιστήμη, επίσης ηττημένη από τους θρύλους που ικανοποιούν την εθνική μας φιλαυτία.

Ολα αυτά αιτιολογούν την ακυρωτική αίσθηση ματαιότητας που βασανίζει όσους προσπαθούν, γράφοντας και ξαναγράφοντας να περισώσουν κάτι από τον ορθό λόγο μέσα στην αυτοκρατορία των παραδοξολογημάτων. Στο γεφύρι της γλώσσας, ολημερίς χτίζονται επιχειρήματα που πείθουν με τον τρόπο της επιστήμης πως η γλώσσα μας δεν πέθανε, τα φωνήεντα δεν καταργούνται διά νόμου ή πως δεν υπάρχουν γλωσσικά γονίδια, ούτε ανώτερες και κατώτερες γλώσσες. Και το βράδυ όλα αυτά τα γκρεμίζουν οι τηλεβόες της ελληνικής υπεροχής απέναντι σε όλους και σε όλα, οι οποίοι συν τοις άλλοις επιμένουν ότι μετρήθηκαν ήδη 6.000.000 ελληνικές λέξεις! Εδώ επιχειρείται η εκμετάλλευση μιας από τις ισχυρότερες μαζικές πεποιθήσεις, ότι οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια.

Στην περίπτωση της γλώσσας ενδέχεται το δόγμα αυτό όχι μόνο να μην αληθεύει, αλλά να συνιστά μια πλανεμένη και παραπλανητική δοξασία. Οι γλώσσες έχουν τα δικά τους μαθηματικά. Κατά συνέπεια, τα αριθμητικά δεδομένα μπορεί να μη συνιστούν τόσο ακλόνητες αποδείξεις όσο ισχυρίζεται ένα κράμα ιδεοληψίας και φαντασίωσης, το οποίο δεσπόζει σε πολλές απόψεις. Το γεγονός λ.χ. ότι από τις 166.724 λέξεις του λεξικού του Webster οι 35.136 είναι ελληνικές ή ελληνογενείς, κατά τις μετρήσεις του Αριστείδη Κωνσταντινίδη στο βιβλίο Οι ελληνικές λέξεις στην αγγλική γλώσσα (1991), τις οποίες αναπαράγει ο Γ. Μπαμπινιώτης στην πρώτη σελίδα της εισαγωγής του στο «Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας», δεν σημαίνει βέβαια πως η αγγλική γλώσσα είναι κατά το 1/5 ελληνική· αγγλική παραμένει, αγγλικότατη. Για να ελαφρολογήσω, αν ήταν κατά το 1/5 ελληνική, όσοι μαθητεύουν σε φροντιστήρια Αγγλικής θα μπορούσαν να ζητήσουν να περικοπεί το ένα πέμπτο των διδάκτρων τιμής ένεκεν ή ως άνευ λόγου καταβαλλόμενο.

Μια άλλη στατιστική τώρα, την οποία, επίσης, αναδημοσιεύει ο Γ. Μπαμπινιώτης στην ίδια εισαγωγή του. Στην «Επιστημονική Επετηρίδα» του Πανεπιστημίου Αθηνών (τόμ. 5, 1908-1909) και υπό τον τίτλο «Περί της ενότητος της ελληνικής γλώσσης», ο Γεώργιος Χατζιδάκις έγραφε τα εξής: «Εκ των 4.900 περίπου λέξεων της Καινής Διαθήκης σχεδόν αι ημίσειαι, ήτοι λέξεις 2.280, λέγονται και σήμερον έτι εν τη κοινή λαλιά, των δεν λοιπών αι πλείσται μεν, 2.220, εννοούνται καλώς υπό πάντων των Ελλήνων αναγιγνωσκόμεναι ή ακουόμεναι, ολίγαι δε μόνον, περί τας 400, είναι αληθώς ακατανόητοι υπό του Ελληνικού λαού».
Σπεύδω να πω ότι είναι δώρο μέγα να μιλάμε και να γράφουμε στην τωρινή της φάση μια γλώσσα που καλλιεργείται επί τρεις χιλιετίες. Την πορεία της αυτή εγώ τουλάχιστον την εννοώ ως εξελικτική· όχι ως πτωτική και πτωχευτική, όπως την εννοούν όσοι διατείνονται ότι περιπέσαμε στην αγλωσσία. Ας μην ασχοληθούμε όμως άλλο εδώ με τα επιμνημόσυνα κείμενα για μια γλώσσα ζωηρότατη, ικανή εκτός των άλλων να προσπερνάει λάθη στη χρήση της, λάθη που πάντα γίνονταν. Μια γλώσσα που, με τη μετανάστευση των τελευταίων δεκαετιών και την προσφυγιά των τελευταίων χρόνων, διευρύνει συνεχώς το πλήθος των χρηστών της. Οι νέοι Λουκιανοί, οι νέοι Μελέαγροι, οι νέοι Ρωμανοί Μελωδοί –μιλώ για τρεις Σύρους–, ίσως να ζουν ανάμεσά μας.

Ας αφήσουμε, επίσης, στις μεγαλειώδεις φαντασιώσεις της απαιδευσίας τους όσους ανεβάζουν τις χιλιετίες της γραπτής ελληνικής σε δέκα τουλάχιστον, κατορθώνοντας έτσι, με την τηλεοαίγλη τους, να γίνουν βουλευτές, υπουργοί, αντιπρόεδροι κομμάτων. Ας αρκεστούμε σε ένα μειδίαμα, ενθυμούμενοι τον ισχυρισμό τους ότι το «όλε» και το «χαλόου» γεννήθηκαν από το ομηρικό «ούλε», το «κουπεπέ» από το «κούπα, ω παι», ο δε «πλους» από το «πλουτς», απόδειξη τάχα πως η ελληνική είναι πλασμένη από τη φύση.

Οσοι αμφιβάλλουν ότι βρέθηκε άνθρωπος να οδηγήσει τον πλατωνικό κρατυλισμό στην ακρότατη γελοιότητα «ετυμολογώντας» τον «πλουν» από το «πλουτς πλουτς» (που πάντως πολλά αυτιά το ακούνε σαν «πλατς», εξ ου και το «πλατσούρισμα» ή το «πλάτσα-πλούτσα»), ας αναζητήσουν στο γιουτιούμπ τη σκηνή των γενεθλίων. Τη διεύθυνση θα τη βρουν στο βιβλίο του Βασίλειου Αργυρόπουλου «Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία», η οποία διανέμεται δωρεάν στο Διαδίκτυο. Στις σελίδες του θα διαβάσουν πολλές ακόμα απομυθοποιήσεις δημοφιλέστατων παραγλωσσικών δοξασιών, όπως άλλωστε και στο δίτομο έργο του Γιάννη Η. Χάρη «Η γλώσσα, τα πάθη και τα λάθη» («Πόλις»), στο τομίδιο «Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα» που επιμελήθηκε ο ίδιος (Πατάκης), και στο βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου «Γλώσσα μετ’ εμποδίων: Συμβολή στη χαρτογράφηση του γλωσσικού ναρκοπεδίου» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου).

Για να επιστρέψω στο δώρο, ας προσθέσω ότι δεν μένει απλώς άδωρο αλλά καταντάει επικίνδυνα φενακιστικό το να το χρησιμοποιούμε σαν εχέγγυο πνευματικής και όχι μόνο γλωσσικής ανωτερότητάς μας. Και βαυκαλιζόμαστε αυτοκαταστροφικά όταν, διαστρεβλώνοντας τη σημασία του, το μεταχειριζόμαστε σαν απόδειξη ότι μπορούμε να διαβάσουμε άνευ διδασκάλου την Καινή Διαθήκη, αλλά και την Παλαιά, καθώς και τον Θουκυδίδη ή τον Ομηρο.

Δεν θα μείνω εδώ στα ευτράπελα ανεκδοτολογικά για τη σύγχυση που προκαλεί η λαθεμένη ερμηνεία λέξεων που ακούγονται στους ναούς. Θα ξαναπώ όμως πόσο λαθεμένα εννοούμε, καίτοι γλωσσογονιδιωμένοι, το κατά κόρον χρησιμοποιούμενο «ο νεκρός δεδικαίωται», κολοβωμένο άλλωστε, (η πλήρης πρόταση στην Προς Ρωμαίους επιστολή του Παύλου είναι «Ο γαρ αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας»). Το χωρίο ερμηνευόταν εσφαλμένα από παλιά. Γι’ αυτό ο Ωριγένης, ο Βασίλειος, ο Χρυσόστομος, ο Δαμασκηνός, εξήγησαν πως ο νεκρός απαλλάσσεται από την αμαρτία όχι επειδή συγχωρούνται τα ανομήματά του αλλά επειδή σαν νεκρός αδυνατεί πια να αμαρτήσει. «Τις γαρ εθεάσατο πώποτε νεκρόν, ή γάμον αλλότριον διορύττοντα, ή μιαιοφονία τας χείρας φοινίσσοντα, ή άλλο τι των ατόπων διαπραττόμενον;» ρωτάει τον 5ο αι. ο Θεοδώρητος ο Κύρου. Δηλαδή, ποιος είδε ποτέ νεκρό να καταστρέφει ξένο γάμο, να φονεύει βάφοντας κόκκινα τα χέρια του στο αίμα ή να κάνει οτιδήποτε άτοπο; Ουδείς – εκτός αν παρακολουθεί θρίλερ.
Την άλλη Κυριακή η συνέχεια.

(Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)

Categories:

Comments are closed