Ποιοι είναι οι άνθρωποι πίσω από τις μεταφράσεις, ειδικά για τη χώρα μας, όπου περίπου τα μισά λογοτεχνικά βιβλία είναι μεταφρασμένα;
«Μεταφράστρια; Α, κι ο γιος μου έχει το Lower!» άκουγα επανειλημμένως σε τόνο φιλικό, ενθαρρυντικό και σχεδόν συνωμοτικό πριν από 30 χρόνια, όταν δήλωνα «μεταφράστρια». Για την Ανθή Βηδενμάιερ, επίκουρη καθηγήτρια του τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ, η γενικότερη αντίληψη που επικρατεί ακόμη και σήμερα γύρω από τη Μεταφρασεολογία δεν είναι περίεργη. Ο θαυμαστός κόσμος της μετάφρασης παραμένει άγνωστος, αφανής.
Ποιοι είναι οι άνθρωποι που κρύβονται πίσω από τις λέξεις της μετάφρασης, ειδικά για τη χώρα μας, όπου περίπου τα μισά λογοτεχνικά βιβλία είναι μεταφρασμένα, με το 80% αυτών αγγλόφωνα, και τα υπόλοιπα γαλλικά και γαλλόφωνα, ισπανόφωνα, ιταλικά και γερμανικά; Τον μηχανισμό της μεταφραστικής εκδοτικής παραγωγής –μιας παραμέτρου που δεν εντάσσεται στην εθνική πολιτική του βιβλίου– επιχείρησε να ξεδιπλώσει το 2ο Φεστιβάλ Μετάφρασης που διοργάνωσαν μεταφραστικές ενώσεις και πανεπιστημιακά τμήματα στο πλαίσιο της 14ης Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης.
Σταχυολογώντας στοιχεία από τις ποικίλες εκδηλώσεις-συζητήσεις, προκύπτει ότι από την παγκόσμια εκδοτική πίτα η ελληνική σύγχρονη λογοτεχνία κατέχει ψίχουλα. Εξαίρεση αποτελεί το έργο του Καζαντζάκη που μετράει 580 εκδόσεις και επανεκδόσεις σε 50 γλώσσες και γλωσσικά ιδιώματα, με δημοφιλέστερο τον «Ζορμπά», ο οποίος, μόνο στη Γερμανία, πούλησε ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Από την περιοχή των Βαλκανίων, τέσσερις συγγραφείς είναι οι πιο μεταφρασμένοι στον κόσμο: οι Νίκος Καζαντζάκης, Ισμαήλ Κανταρέ, Ιβο Αντριτς και Ορχάν Παμούκ.
Η παγκοσμιοποίηση έχει επιταχύνει τον ρυθμό και τον όγκο των μεταφράσεων, ωστόσο στη μεταφραστική αγορά τα αγγλικά κατέχουν τη μερίδα του λέοντος και με μεγάλη απόσταση από τις άλλες ισχυρές γλώσσες (γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά). Οι ασθενείς γλώσσες μεταφράζονται όλο και λιγότερο, ωστόσο τα τελευταία χρόνια χώρες μη αγγλόφωνες, σε αντίθεση με την Ελλάδα, επιδοτούν μεταφράσεις έργων τους στο εξωτερικό. Μερικές από αυτές είναι η Νορβηγία, η Σουηδία, η Δανία, ενώ δυναμικά εμφανίζονται η Αργεντινή, η Ουρουγουάη, η Βραζιλία, το Μεξικό, ακόμη και η Καταλωνία, που απειλούν την πρωτοκαθεδρία της ισπανικής λογοτεχνίας. Η νεοελληνική λογοτεχνία απουσιάζει ακόμη και από τις γειτονικές χώρες, με εξαίρεση την Αλβανία, όπως ανέφερε ο Σταύρος Ντάγιος, διευθυντής των εκδόσεων Literatus, «έχουν μεταφραστεί σχεδόν όλος ο πεζός λόγος του Καζαντζάκη και 130 τίτλοι διαφόρων σύγχρονων συγγραφέων».
Πολλοί και καλοί
Η εκτίμηση είναι ότι στη χώρα μας υπάρχουν καλοί και πολλοί μεταφραστές που ακολουθούν τη φόρμα και το περιεχόμενο. Η εκμάθηση πολλών ξένων γλωσσών, οι πανεπιστημιακού επιπέδου σπουδές, η πληθώρα λεξικών και κυρίως το Διαδίκτυο παρέχουν σήμερα ισχυρά μεταφραστικά εργαλεία. «Οταν μετέφραζα ένα περουβιανό λογοτεχνικό κείμενο, μέσω του Ιντερνετ πήγα κατευθείαν στην πηγή. Είχα σε δευτερόλεπτα τη διεύθυνση, το μενού και λεπτομέρειες για την τοπική κουζίνα», αναφέρει στην «Κ» ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αναπληρωτής καθηγητής Εφαρμοσμένης Μεταφρασεολογίας του τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ. Στις μεταφράσεις, εξηγεί, βλέπουμε τη σχέση μας με το ξένο σε κάθε εποχή. Στο παρελθόν, ο Θερβάντες υπήρχε στη βιβλιογραφία ως Μιχαήλ Κερβάντες, η ισπανική παέλια και η σαγκρία ήταν άγνωστες. Τον 19ο αιώνα στα παιδικά και εφηβικά βιβλία που κυκλοφορούσαν στη χώρα μας, μεταφρασμένα από γερμανικές εκδόσεις, η Ούρσουλα «βαφτιζόταν» στα ελληνικά Σουλτάνα, το ξινό λάχανο μετατρεπόταν σε τυρόπιτα και ο ελληνορθόδοξος ιερέας έπαιρνε τη θέση του καθολικού. «Δεν ήταν μόνον ο “εξελληνισμός” ενός έθνους, αλλά αφορούσε την εξοικείωσή μας με το ξένο. Σήμερα αυτά έχουν ξεπεραστεί, το τοπικό είναι παγκόσμιο, τα ακούσματα οικεία».
Πέρα από την οικειοποίηση, υπάρχει και η παραποίηση. Παραλείψεις, αλλαγές και αλλοιώσεις στα μεταφρασμένα έργα δεν παρατηρούνται μόνο σε συγκεκριμένες χώρες που επηρεάζονται από τα πολιτικά καθεστώτα, όπως στη γειτονική Τουρκία. Συμβαίνουν ακόμα και στις δημοκρατικές κοινωνίες. Ας μη πάμε μακριά. Από την ελληνική μετάφραση «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» (1995) του Λουί Μπερνιέρ, αναφέρει η κ. Βηδενμάιερ, έχουν απαλειφθεί όσα θα μπορούσαν ενδεχομένως να ενοχλήσουν τον Ελληνα αναγνώστη, τις απόψεις δηλαδή του συγγραφέα για την Εθνική Αντίσταση. «Αν αυτό συμβαίνει σήμερα (1995) στην Ελλάδα, σε μια εποχή που η τεχνολογία μάς έχει δώσει πρωτοφανή πρόσβαση σε πρωτότυπα κείμενα», όπως επισημαίνει, «τότε τι μπορεί να συμβαίνει με τόσες άλλες καθημερινές ανώνυμες μεταφράσεις που κυκλοφορούν και διαμορφώνουν τη σκέψη μας;».
Comments are closed